- καπνοπωλείο
- [капнополио] ουσ ο магазин (табачный).
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
καπνοπωλείο — το κατάστημα που πουλάει τσιγάρα, ταμπάκο, πούρα κ.ά.: Άνοιξε καπνοπωλείο στη γειτονιά μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοπωλείο — το κατάστημα ή πρατήριο πώλησης κατεργασμένου καπνού και τών προϊόντων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνοπώλης. Η λ. στον λόγιο τ. καπνοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek